παιδήϊος

παιδήϊος
παιδ-ήϊος, η, ον, [dialect] Ion. for παίδειος, Eus.Hist.p.203 D., Nonn.D.9.185, al.
II παιδήϊα, τά, festival of a

φρατ ρία

on the admission of a child,

Schwyzer 323

A25 (Delph., v/iv B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιδήιος — παιδηΐος, ΐη, ον (Α) ιων. τ. βλ. παίδειος …   Dictionary of Greek

  • παιδήιον — παιδήιος festival of a masc acc sg παιδήιος festival of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδειος — παίδειος, ον και παιδεῑος, ον ιων. τ. παιδήϊος, ίη, ον (Α) [παις, παιδός] 1. αυτός που ανήκει σε παιδί, ο σχετικός με τα παιδιά, ο παιδικός 2. αυτός που προέρχεται από τα παιδιά 3. το ουδ. ως ουσ. το παιδεῑον πιθ. παιδικό ένδυμα 4. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”